- ἀνοιγομένης
- ἀνοίγνυμιopenpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъвьрзатисѧ — ОТЪВЬРЗА|ТИСѦ (15), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Открываться, отворяться: въпросныѧ книгы ѿверзаютьсѧ. СбЯр XIII2, 210; всѧкъ вопросѧи приѥмлеть. ищаи ѡбрѧщеть. толкѹщему ѿвьрзаѥтьсѧ. ПрЛ 1282, 147г; и двере(м) манастырьска(м) затвореномъ сущемъ. и не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… … Dictionary of Greek